ἡμεροποιός

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροποιός Medium diacritics: ἡμεροποιός Low diacritics: ημεροποιός Capitals: ΗΜΕΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hēmeropoiós Transliteration B: hēmeropoios Transliteration C: imeropoios Beta Code: h(meropoio/s

English (LSJ)

ἡμεροποιόν, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροποιός: -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμεροποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθοποιός, θαυματοποιός.