ἡσύχιμος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχιμος Medium diacritics: ἡσύχιμος Low diacritics: ησύχιμος Capitals: ΗΣΥΧΙΜΟΣ
Transliteration A: hēsýchimos Transliteration B: hēsychimos Transliteration C: isychimos Beta Code: h(su/ximos

English (LSJ)

Dor. ἁσύχιμος (v.l. ἡσ-), ον, = ἥσυχος, ἁμέρα Pi.O.2.32.

German (Pape)

[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.

Russian (Dvoretsky)

ἡσύχιμος: дор. ἁσύχιμος 2 (ᾱσῠ) Pind. = ἡσύχιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἁμέρα Πίνδ. Ο. 2. 58.

English (Slater)

ἡςῠχῐμος, -ον peaceful οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (Mommsen: ἁσύχιμον codd.) (O. 2.32)

Greek Monolingual

ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)
ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ήσυχος].

Greek Monotonic

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, σε Πίνδ.

Middle Liddell

= ἥσυχος, Pind.