ἰαμβιστής
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ἰαμβιστοῦ, ὁ, one who writes iambics, libeller, Ath.5.181c.
German (Pape)
[Seite 1233] ὁ, χορός, der Jamben vorträgt, Ath. IV, 181 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπαγγέλλων ἢ ᾄδων ἰάμβους, «καθόλου δὲ διάφορος ἦν ἡ μουσικὴ παρὰ τοῖς Ἕλλησι, τῶν μὲν Ἀθηναίων τοὺς διονυσιακοὺς χοροὺς καὶ τοὺς κυκλίους προτιμώντων, Συρακοσίων δὲ τοὺς ἰαμβιστὰς» Ἀθήν. Ε΄, 181C.
Greek Monolingual
ἰαμβιστής, ὁ (Α) ιαμβίζω
αυτός που έγραφε ή τραγουδούσε ιάμβους.