ἰατορία
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
Ion. ἰητορίη, ἡ, art of healing or of medicine, B.1.39; χειροτέχνης ἰατορίας, of a surgeon, S.Tr.1001 (lyr.), cf. IGRom. 4.507a18, b 7 (Pergam.).
German (Pape)
[Seite 1234] ἡ, sc. τέχνη, die Heilkunde, Soph. Tr. 997.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
science de la médecine.
Étymologie: ἰάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱτορία: ион. ἰητορίη (ῑατ) ἡ искусство врачевания, медицина Soph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτορία: Ἰων. ἰητορίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ θεραπεύειν, ἰατρική, χειροτέχνης ἰατορίας, ἐπὶ χειρουργοῦ, Σοφ. Τρ. 1002, πρβλ. Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 91, 92, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 243. 27.
Greek Monolingual
ἰατορία, ιων. τ. ἰητορίη, ἡ (Α) ιάτωρ
η ιατρική («ὁ χειροτέχνης ἰατορίας» — ο χειρουργός, Σοφ.).
Greek Monotonic
ἰᾱτορία: ἡ, τέχνη της θεραπείας, ιατρική, σε Σοφ.