ἰσόχορδος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόχορδος Medium diacritics: ἰσόχορδος Low diacritics: ισόχορδος Capitals: ΙΣΟΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: isóchordos Transliteration B: isochordos Transliteration C: isochordos Beta Code: i)so/xordos

English (LSJ)

ἰσόχορδον, with like strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.

German (Pape)

[Seite 1268] mit gleichen Saiten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόχορδος: -ον, ἔχων ὁμοίας χορδάς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀντίχορδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)
αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύχορδος, ολιγόχορδος].