ἱστωνάρχης
From LSJ
English (LSJ)
ἱστωνάρχου, ὁ, controller of weaving, PGiss.12, Ostr.1154, al.
Greek Monolingual
ἱστωνάρχης, ὁ (Α)
ο επόπτης τών υφαντουργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστών + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, νομάρχης].
Full diacritics: ἱστωνάρχης | Medium diacritics: ἱστωνάρχης | Low diacritics: ιστωνάρχης | Capitals: ΙΣΤΩΝΑΡΧΗΣ |
Transliteration A: histōnárchēs | Transliteration B: histōnarchēs | Transliteration C: istonarchis | Beta Code: i(stwna/rxhs |
ἱστωνάρχου, ὁ, controller of weaving, PGiss.12, Ostr.1154, al.
ἱστωνάρχης, ὁ (Α)
ο επόπτης τών υφαντουργείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστών + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασιάρχης, νομάρχης].