ὀλίγιστος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
v. ὀλίγος.
German (Pape)
[Seite 320] superl. zu ὀλίγος, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
Sp. de ὀλίγος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλίγιστος: superl. к ὀλίγος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλίγιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ ὀλίγος, (ἴδε ὀλίγος VI).
English (Autenrieth)
see ὀλίγος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀλίγιστος, -ίστη, -ον)
(υπερθ. του ὀλίγος) πάρα πολύ λίγος, ελάχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλίγος + κατάλ. υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγιστος)].
Greek Monotonic
ὀλίγιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του ὀλίγος (βλ. ὀλίγος V).