ὀλοιός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ὀλοιόν, poet. for ὀλοός (q.v.). ὄλοισος· ὁ ἀπολλύς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 325] poet. = ὀλοός, verderblich; ὀλοιῇσι φρεσί, Il. 1, 342 (Wolf ὀλοῇσι); γῆρας, H. h. Ven. 225.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ὀλοός.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοιός: 3, реже 2 эп. = ὀλοός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλοιός: -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὀλοός, ὃ ἴδε, ἐν τέλ.
English (Autenrieth)
=ὀλοός, Α 3, Il. 22.5.
Greek Monolingual
ὀλοιός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ολοός.
Greek Monotonic
ὀλοιός: -όν, Επικ. τύπος του ὀλπός, σε Ομήρ. Ιλ.