ὀμόω
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 342] = ὄμνυμι, ἀλλήλους ὀμοῦντες ἐξαπατῶσι, Her. 1, 153.
French (Bailly abrégé)
ὀμῶ :
seul. part. prés. ὀμοῦντες;
c. ὄμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ὀμόω: (только part. praes. ὁμοῦντες) Her. = ὄμνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμόω: ὁρκίζομαι, ἴδε ἐν λ. ὄμνυμι.