ὀνήμων

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνήμων Medium diacritics: ὀνήμων Low diacritics: ονήμων Capitals: ΟΝΗΜΩΝ
Transliteration A: onḗmōn Transliteration B: onēmōn Transliteration C: onimon Beta Code: o)nh/mwn

English (LSJ)

ὀνήμον, gen. ονος, = ὀνήσιμος, of Hermes and Aphrodite, Cat. Cod.Astr.2.203.

Greek Monolingual

ὀνήμων, -ον (Α)
(ως προσωνυμία του Ερμού και της Αφροδίτης) ευεργετικός, χρήσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ελεήμων)].