ὀνειρήεις

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειρήεις Medium diacritics: ὀνειρήεις Low diacritics: ονειρήεις Capitals: ΟΝΕΙΡΗΕΙΣ
Transliteration A: oneirḗeis Transliteration B: oneirēeis Transliteration C: oneirieis Beta Code: o)neirh/eis

English (LSJ)

ὀνειρήεσσα, ὀνειρήεν, = ὀνείρειος (dreamy, of dreams), Orph. H. 86.14.

German (Pape)

[Seite 346] εσσα, εν, = Vorigem, Orph. H. 86, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειρήεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ., Ὀρφ. ὕμν. 85. 14.

Greek Monolingual

ὀνειρήεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όνειρο ή αυτός που εμφανίζεται σε όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. πευκήεις)].