ὀξυθάνατος

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξυθάνᾰτος Medium diacritics: ὀξυθάνατος Low diacritics: οξυθάνατος Capitals: ΟΞΥΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: oxythánatos Transliteration B: oxythanatos Transliteration C: oksythanatos Beta Code: o)cuqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον,
A dying quickly, shortlived, Eun. Hist.p.269 D., Heliod.Astr. in Cat.Cod.Astr.4.154.
II killing quickly, Str.17.2.4 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 352] schnell tödtend, ἀσπίς, Strab. 17, 2, im compar.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠθάνᾰτος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, βραχύβιος, Εὐναπ. Ἐκλογ. σ. 293 ἔκδ. Mai. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ταχέως φονεύων, Στράβ. 823.

Greek Monolingual

ὀξυθάνατος, -ον (Α)
1. αυτός που πεθαίνει πρόωρα, λιγόζωος, βραχύβιος
2. αυτός που προκαλεί τον θάνατο μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, που φονεύει ταχέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + θάνατος.