ὀσφραντικός

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσφραντικός Medium diacritics: ὀσφραντικός Low diacritics: οσφραντικός Capitals: ΟΣΦΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: osphrantikós Transliteration B: osphrantikos Transliteration C: osfrantikos Beta Code: o)sfrantiko/s

English (LSJ)

ὀσφραντική, ὀσφραντικόν,
A capable of smelling, quick of scent, [κυνίδια] Arist.GA781b10; of the vine, sensitive to odours, Thphr. CP 2.18.4.
2 τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον the organ of the sense of smell, Arist. de An. 421b32; τὸ ὀσφραντικόν = the capacity of smelling, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀ. Sens.438b22.

German (Pape)

[Seite 401] zum Riechen gehörig, Arist. gen. an. 5, 2; τὸ ὀσφ., sp. Medic., wie ὀσφραντήριον.

Russian (Dvoretsky)

ὀσφραντικός:
1 обладающий тонким обонянием (κυνίδια Arst.);
2 обонятельный (αἰσθητήριον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀσφραντικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὀξεῖαν ἔχων ὄσφρησιν, κυνίδια Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσ. 5. 2, 7· ἐπὶ ἀμπέλου, εὐαίσθητος εἰς ὀσμάς, Θεοφράστου π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 4, πρβλ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 16, 6. 2) τὸ ὀσφρ. αἰσθητήριον, τὸ ὄργανον τῆς ὀσφρήσεως, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 9, 13., 3. 1, 1· τὸ ὀσφραντικόν, ἡ δύναμις τοῦ ὀσφραίνεσθαι, ὃ ἐνεργείᾳ ἡ ὄσφρησις, τοῦτο δυνάμει τὸ ὀσφρ. ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 2, 19. ΙΙ. τὸ ὀσφραντικόν, = ὀσφραντήριον, ΙΙ. Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀσφραντικός, -ή, -όν) οσφραντός
(ο σχετικός με την όσφρηση, οσφρητικός α. «οσφραντικό νεύρο» β. «τὸ ὀσφραντικὸν αἰσθητήριον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που έχει οξεία όσφρηση, που είναι ευαίσθητος σε οσμές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀσφραντικόν
α) η δύναμη, η ικανότητα κάποιου να οσφραίνεται
β) το οσφράδιο.