ὑπέρπικρος
From LSJ
English (LSJ)
ὑπέρπικρον, exceedingly sharp in temper, τὸν πικρῶς ὑ. A.Pr. 944.
German (Pape)
[Seite 1200] übermäßig bitter, auch übertr., von strenger Gemüthsart, Aesch. Prom. 946.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement amer, âpre ou rude.
Étymologie: ὑπέρ, πικρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρπικρος: досл. необыкновенно горький, перен. едкий, язвительный: ὁ πικρῶς ὑ. Aesch. необычайно желчный (Прометей).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρπικρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν πικρὸς τοὺς τρόπους καὶ τὰς διαθέσεις, τὸν πικρῶς ὑπέρπικρον Αἰσχύλ. Πρ. 944.
Greek Monolingual
-ον, Α πικρός
1. πάρα πολύ πικρός
2. μτφ. πάρα πολύ αυστηρός, αυστηρότατος.
Greek Monotonic
ὑπέρπικρος: -ον, υπερβολικά οξύς, απότομος, αιχμηρός στον χαρακτήρα, στους τρόπους, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑπέρ-πικρος, ον,
exceeding sharp in temper, Aesch.