ὑπερτελέω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A overleap, δουλείας γάγγαμον A.Ag.359 (anap.).
II pay in addition, Stud.Pal.22.183.42 (ii A. D., Pass.), PSI1.66.22 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 1202] (s. τελέω), darüber, über das Ziel gehen, überspringen, γάγγαμον Aesch. Ag. 350. Von
French (Bailly abrégé)
ὑπερτελῶ :
passer par-dessus, franchir, acc..
Étymologie: ὑπερτελής.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτελέω: миновать: ὑπερτελέσαι δουλείας γάγγαμον Aesch. ускользнуть от сетей рабства.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτελέω: ὑπερβαίνω τὸ τέρμα, ὑπερπηδῶ, μετ’ ἀιτ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 359.
Greek Monotonic
ὑπερτελέω: μέλ. -έσω, υπερπηδώ, με αιτ., σε Αισχύλ.
Middle Liddell
fut. έσω
to overleap, c. acc., Aesch.