ὑπηρέτησις
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
-εως, ἡ, service, τὰ εἰς -ήσεις σώματος Arist.Rh. 1384a18.
German (Pape)
[Seite 1206] ἡ, das Dienen, der Dienst, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de servir, service.
Étymologie: ὑπηρετέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπηρέτησις: εως ἡ служба, служение, услуга Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηρέτησις: ἡ, ὑπηρεσία, τὰ εἰς ὑπ. σώματος Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 13.
Greek Monotonic
ὑπηρέτησις: ἡ (ὑπηρετέω), υπηρεσία, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὑπηρέτησις, εως, ὑπηρετέω
service, Arist.