ὑψίδειρος

From LSJ

Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος → Donum divinum est bona mens et mores probi → Ein göttliches Geschenk ist einsichtsvolle Art

Menander, Monostichoi, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐδειρος Medium diacritics: ὑψίδειρος Low diacritics: υψίδειρος Capitals: ΥΨΙΔΕΙΡΟΣ
Transliteration A: hypsídeiros Transliteration B: hypsideiros Transliteration C: ypsideiros Beta Code: u(yi/deiros

English (LSJ)

ὑψίδειρον, with high cliffs, χθών (of Delphi) Id.4.4. (Apptly. formed from δειρή in the sense of δειράς.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(συν. για την γη τών Δελφών) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -δειρος (< δειρή «λαιμός»), πρβλ. πολύδειρος].