ὕπαφρος
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
ὕπαφρον,
A frothy, πέλαγος Sch.BT Il.14.16; πτύσματα Gal.9.564.
II = κρυφαῖος, Heraclid. Tarent. ap. Erot., who cites Hp.de Arte10, S.Frr.236,312; so ὕπαφρον ὄμμ' ἔχων (of Odysseus) in E.Rh.711 (lyr.), acc. to Sch.; Hsch. explains by τὸ μὴ φανερόν, also κρύφιον καὶ ὕπουλον, and τὸ ὑγρασίαν ἔχον ἐμφερῆ ἀφρῷ (i.e. blear-eyed in E. l.c.). ὕπαφρον codd. Hp., E., Hsch., Phot.; ὕποφρος (-ον) codd.Erot.; in Hp. this sense hardly fits, and Littré accepts Schneider's cj. ὑπόφορον 'pierced with ducts'.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en parl. des yeux humide, mouillé de larmes.
Étymologie: ὑπό, ἀφρός.
German (Pape)
etwas schaumig, ὄμμα, das von einigen Tränen perlende Auge, Eur. Rhes. 711.
Russian (Dvoretsky)
ὕπαφρος: досл. несколько покрытый пеной, перен. затуманенный слезами (ὄμμα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὕπαφρος: -ον, ὀλίγον τι ἀφρώδης. πέλαγος Σχολ. εἰς Ἰλ. Ξ. 16· ὄμμα ὕπ., τεθολωμένον ὑπὸ δακρύων, Εὐρ. Ρήσ. 711. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀφροὺς κάτωθεν, Ἱππ. 6. 37· - ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ καὶ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 226, τὴν λέξιν παρεμόρφωσεν ὁ Ἐρωτιανὸς εἰς ὕποφρος, καὶ ἡρμήνευσε διὰ τοῦ κορυφαῖος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὕπαφρον τὸ μὴ φανερὸν ὕπαφρον λέγουσιν, ἄλλοι ὕπαφρον τὸ ὑγρασίαν ἔχον ἐμφερῆ ἀφρῷ· ἔνιοι κρύφιον καὶ ὕπουλον τὸ ὕπαφρον».
Greek Monotonic
ὕπαφρος: -ον, κάπως αφρώδης, ὄμμα ὕπαφρον, μάτι θολό από δάκρυα, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὕπ-αφρος, ον,
somewhat frothy, ὄμμα ὕπ. an eye dim with tears, Eur.