υπεροψία

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

η / ὑπεροψία, ΝΜΑ ὑπέροπτος (Ι)]
η ιδιότητα του υπερόπτη, έπαρση, αλαζονεία, οίηση, ξιπασιά (α. «η υπεροψία του δεν έχει όρια» β. «δόξαν εἰληφὼς ὑπεροψίας», Πλούτ.)
αρχ.
1. περιφρόνηση, καταφρόνια («ὑπεροψίας τῶν συμμάχων», Ισοκρ.)
2. (με θετ. σημ.) αδιαφορία για κάτι επιβλαβές ή κακόἐγκράτεια τοίνυν σώματος ὐπεροψία κατὰ τὴν πρὸς θεὸν ὁμολογίαν», Κλήμ. Αλ.).