Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄλφι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἄλφῐ) τό<br />[[harina]], [[ἄλφι]] καὶ ὕδωρ <i>h.Cer</i>.208, εὐήλατον [[ἄλφι]] Antim.109, cf. Str.8.5.3, <i>EM</i> 769.39G., Hsch., cf. [[ἄλφιτον]]. • DMic.: <i>a-pi</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se impone la existencia de un neutr. ide. *<i>albhi</i> ‘cebada’, ‘harina de cebada’ representado en alb. por <i>elp (elbi)</i> ‘id.’ y tal vez en iranio *<i>albh</i>- (en el préstamo <i>arba</i> ‘cebada’ en turco-tártaro). A partir de la variante del lacon. ἀλίφατα una decl. heterócl. en -<i>i</i> / -<i>n</i> (cf. ai. <i>asthi asthnás</i>) resulta evidente. A su vez *<i>albhi</i> ha sido rel. bien c. la r. de [[ἀλφάνω]] q.u., bien c. la de [[ἀλφός]] q.u.
|dgtxt=(ἄλφῐ) τό<br />[[harina]], [[ἄλφι]] καὶ ὕδωρ <i>h.Cer</i>.208, εὐήλατον [[ἄλφι]] Antim.109, cf. Str.8.5.3, <i>EM</i> 769.39G., Hsch., cf. [[ἄλφιτον]]. • DMic.: <i>a-pi</i>.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Se impone la existencia de un neutr. ide. *<i>albhi</i> ‘cebada’, ‘harina de cebada’ representado en alb. por <i>elp (elbi)</i> ‘id.’ y tal vez en iranio *<i>albh</i>- (en el préstamo <i>arba</i> ‘cebada’ en turco-tártaro). A partir de la variante del lacon. ἀλίφατα una decl. heterócl. en -<i>i</i> / -<i>n</i> (cf. ai. <i>asthi asthnás</i>) resulta evidente. A su vez *<i>albhi</i> ha sido rel. bien c. la r. de [[ἀλφάνω]] q.u., bien c. la de [[ἀλφός]] q.u.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄλφι]], το (Α)<br /><b>βλ.</b> [[άλφιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Όρος που δήλωνε αρχικά [[είδος]] αλεύρου από [[κριθάρι]] σε [[αντίθεση]] με τις λ. [[ἄλειαρ]], [[ἄλευρον]]. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ [[επέκταση]] «το καθημερινό [[ψωμί]], τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. <i>ἄλφατα</i>, όπως φαίνεται από τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[ἀλίφατα]] «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται [[συγγενής]] με το αλβαν. <i>el΄p</i>, <i>el΄bi</i> «[[κριθάρι]]» και [[είναι]] πιθ. να ανάγεται στο IE <i>albhi</i> «[[κριθάρι]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[είναι]] πιθ. να συνδέεται με το <i>ἀλφὸς</i> «[[υπόλευκος]]» και το λατ. <i>albus</i> «[[λευκός]]»].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλφῐ Medium diacritics: ἄλφι Low diacritics: άλφι Capitals: ΑΛΦΙ
Transliteration A: álphi Transliteration B: alphi Transliteration C: alfi Beta Code: a)/lfi

English (LSJ)

τό, poet. indecl. abbrev. of

   A ἄλφιτον, ἄλφι καὶ ὕδωρ h.Cer.208, cf. Str.8.5.3, EM769.39.

German (Pape)

[Seite 112] τό, abgekürzt für ἄλφιτον, H. h. Cer. 208; Antimach. u. Epicharm. in VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλφῐ: τό, ποιητ. ἄκλ. συντετμημ. τύπος τοῦ ἄλφιτον, ἄλφι καὶ ὕδωρ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 208, πρβλ. Στράβ. 364, Ἐτυμ. Μ. 769. 39· πρβλ. ὡσαύτως κρῖ ἀντὶ κριθή, κτλ.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
poét.
farine d’orge ; pain.
Étymologie: abrév. de ἄλφιτον.

Spanish (DGE)

(ἄλφῐ) τό
harina, ἄλφι καὶ ὕδωρ h.Cer.208, εὐήλατον ἄλφι Antim.109, cf. Str.8.5.3, EM 769.39G., Hsch., cf. ἄλφιτον. • DMic.: a-pi.

• Etimología: Se impone la existencia de un neutr. ide. *albhi ‘cebada’, ‘harina de cebada’ representado en alb. por elp (elbi) ‘id.’ y tal vez en iranio *albh- (en el préstamo arba ‘cebada’ en turco-tártaro). A partir de la variante del lacon. ἀλίφατα una decl. heterócl. en -i / -n (cf. ai. asthi asthnás) resulta evidente. A su vez *albhi ha sido rel. bien c. la r. de ἀλφάνω q.u., bien c. la de ἀλφός q.u.

Greek Monolingual

ἄλφι, το (Α)
βλ. άλφιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου) ουσιαστικού με παλαιότερο τ. πληθ. ἄλφατα, όπως φαίνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου ἀλίφατα «ἄλφιτα ἤ ἄλευρα». Ετυμολογικά η λ. θεωρείται συγγενής με το αλβαν. el΄p, el΄bi «κριθάρι» και είναι πιθ. να ανάγεται στο IE albhi «κριθάρι». Κατ’ άλλη άποψη, η λ. είναι πιθ. να συνδέεται με το ἀλφὸς «υπόλευκος» και το λατ. albus «λευκός»].