αμφιθέατρο: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(3)
(No difference)

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

το (Α ἀμφιθέατρον)
νεοελλ.
1. τετράπλευρη αίθουσα θεάτρου, πνευματικού κέντρου ή εκπαιδευτικού ιδρύματος, που έχει εδώλια κλιμακωτά σε σχήμα ημικυκλίου, κυρίως απέναντι από τη σκηνή ή την έδρα και εν μέρει μόνο στα πλάγια
2. το μέρος του θεάτρου που βρίσκεται επάνω από την πλατεία με τα θεωρεία, στο οποίο υπάρχουν κλιμακωτές σειρές καθισμάτων
3. το σύνολο τών ακροατών ή θεατών αμφιθεάτρου
αρχ.
κυκλικό θέατρο δίχως σκηνή, που έχει σε όλες τις πλευρές κλιμακωτά εδώλια για τους θεατές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστ. ουδ. του επιθ. ἀμφιθέατρος.
ΠΑΡ. αμφιθεατρικός].