ἁμαξόποδες: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(6_15)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμαξόποδες''': οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: [[ἁμαξήποδες]] ἐν [[Πολυδ]]. 1. 253, «[[ἁμαξήποδες]], ὑφ’ ὧν ὁ [[ἄξων]] ἕλκεται στρεφόμενος.»
|lstext='''ἁμαξόποδες''': οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: [[ἁμαξήποδες]] ἐν [[Πολυδ]]. 1. 253, «[[ἁμαξήποδες]], ὑφ’ ὧν ὁ [[ἄξων]] ἕλκεται στρεφόμενος.»
}}
{{grml
|mltxt=οι<br />υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, [[μέσα]] στα οποία στρέφονταν τα [[άκρα]] τών αξόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμαξα]] <span style="color: red;">+</span> <i>πόδες</i>, πληθ. του ουσ. [[πους]], <i>ποδός</i>].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξόποδες Medium diacritics: ἁμαξόποδες Low diacritics: αμαξόποδες Capitals: ΑΜΑΞΟΠΟΔΕΣ
Transliteration A: hamaxópodes Transliteration B: hamaxopodes Transliteration C: amaksopodes Beta Code: a(maco/podes

English (LSJ)

οἱ,

   A = ἁμαξήποδες, Vitr.10.14.1.

German (Pape)

[Seite 116] Vitruv. 10, 20, Achsenscheeren, arbusculae, in quibus versantur rotarum axes, vgl. ἁμαξήποδες.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξόποδες: οἱ, Λατ. arbusculae, κύλινδροι παχεῖς ὡς τροχοὶ δι’ ὧν πολεμικαὶ μηχαναὶ ἐκινοῦντο, Βιτρούβ. 10. 20: ἁμαξήποδες ἐν Πολυδ. 1. 253, «ἁμαξήποδες, ὑφ’ ὧν ὁ ἄξων ἕλκεται στρεφόμενος.»

Greek Monolingual

οι
υποστηρίγματα του σκελετού αρχαϊκής άμαξας, μέσα στα οποία στρέφονταν τα άκρα τών αξόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα + πόδες, πληθ. του ουσ. πους, ποδός].