ἀνιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
(big3_4)
(4)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[erigir]] τὸ [[ἄγαλμα]] D.C.37.34.3, en v. pas. πολυτιμήσας τοὺς ἐν Ἡλίου πόλει θεοὺς ἀνιδρυμένους Hermapio 1<br /><b class="num">•</b>[[dedicar]] en v. pas. τὸ [[ἅρμα]] τὸ πρὸς τὸν [[Δία]] ἀνιδρυθὲν αὐτῷ D.C.43.21.2.
|dgtxt=[[erigir]] τὸ [[ἄγαλμα]] D.C.37.34.3, en v. pas. πολυτιμήσας τοὺς ἐν Ἡλίου πόλει θεοὺς ἀνιδρυμένους Hermapio 1<br /><b class="num">•</b>[[dedicar]] en v. pas. τὸ [[ἅρμα]] τὸ πρὸς τὸν [[Δία]] ἀνιδρυθὲν αὐτῷ D.C.43.21.2.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνιδρύω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επανιδρύω]], επανασυνιστώ, [[αποκαθιστώ]]<br /><b>2.</b> [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[στήνω]] [[άγαλμα]] ή ανδριάντα.
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιδρύω Medium diacritics: ἀνιδρύω Low diacritics: ανιδρύω Capitals: ΑΝΙΔΡΥΩ
Transliteration A: anidrýō Transliteration B: anidryō Transliteration C: anidryo Beta Code: a)nidru/w

English (LSJ)

   A set up, e.g. a statue, D.C.37.34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιδρύω: [ῡ]: μέλλ. -ύσω, ἀνεγείρω, στήνω, π.χ. ἄγαλμα ἢ ἀνδριάντα, Δίων Κ. 37. 34.

Spanish (DGE)

erigir τὸ ἄγαλμα D.C.37.34.3, en v. pas. πολυτιμήσας τοὺς ἐν Ἡλίου πόλει θεοὺς ἀνιδρυμένους Hermapio 1
dedicar en v. pas. τὸ ἅρμα τὸ πρὸς τὸν Δία ἀνιδρυθὲν αὐτῷ D.C.43.21.2.

Greek Monolingual

ἀνιδρύω)
νεοελλ.
1. επανιδρύω, επανασυνιστώ, αποκαθιστώ
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
αρχ.
στήνω άγαλμα ή ανδριάντα.