απόκοτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(5) |
(No difference)
|
Revision as of 06:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπόκοτος, -η, -ον)
Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
1. θρασύς, ελευθερόστομος
2. δραστήριος, γρήγορος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά
II. επίρρ. ἀπόκοτα
μσν.- νεοελλ.
χωρίς δισταγμό, με θάρρος
νεοελλ.
γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < απο- + αρχ. κότος «οργή» ή < απο- + μσν. κότ(τ)ος («κύβος») > κοτ(τ)ώ «κυβεύω, διακυβεύω, διακινδυνεύω, τολμώ»].