ασβολώνω: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
(6) |
(No difference)
|
Revision as of 06:22, 29 September 2017
Greek Monolingual
(AM ἀσβολῶ, -όω) άσβολος
μαυρίζω, σκεπάζω με καπνιά
νεοελλ.
1. τυφλώνω
2. κάνω κάποιον να χάσει τη διαύγεια του πνεύματος (πρβλ. αποσβολώνω)
3. (μτχ.) ασβολωμένος
α) άτυχος, δυστυχισμένος («επέρνα μέρες σκοτεινές, νύκτες ασβολωμένες»)
β) καταραμένος («μοίρα ασβολωμένη»)
γ) πελιδνός, μαυροκίτρινος («στην όψη ασβολωμένος»).