ἀριστόλοχος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
(big3_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[bien nacido]] de pers. <i>App.Anth</i>.3.162.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[bien nacido]] de pers. <i>App.Anth</i>.3.162.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀριστόλοχος]], -ον (Μ)<br />αυτός που γεννήθηκε από άριστους, που έχει έξοχους γονείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[λέχομαι]] «[[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]]»].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστόλοχος Medium diacritics: ἀριστόλοχος Low diacritics: αριστόλοχος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΛΟΧΟΣ
Transliteration A: aristólochos Transliteration B: aristolochos Transliteration C: aristolochos Beta Code: a)risto/loxos

English (LSJ)

ον,

   A well-born, App.Anth.3.162.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστόλοχος: -ον, ὁ ἐξ ἀρίστων γεννηθείς, καὶ σὺ δὲ νύμφη χαῖρε ἀριστόλοχε Θεοδ. Προδρ. Ἀμαρανθ. σ. 458, Ἐπιγρ. ἐν Κραμήρου Παρισ. Ἀνεκδ. τ. 4. σ. 280.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
bien nacido de pers. App.Anth.3.162.

Greek Monolingual

ἀριστόλοχος, -ον (Μ)
αυτός που γεννήθηκε από άριστους, που έχει έξοχους γονείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -λοχος < λέχομαι «πλαγιάζω, κοιμάμαι»].