ἀξυγκρότητος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀσυγ- D.H.<i>Dem</i>.19<br /><b class="num">1</b> [[no ensamblado]] fig. de los remeros [[que no están entrenados para remar al unísono]] Th.8.95.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene cohesión]], [[incoherente]] del estilo, D.H.l.c.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀσυγ- D.H.<i>Dem</i>.19<br /><b class="num">1</b> [[no ensamblado]] fig. de los remeros [[que no están entrenados para remar al unísono]] Th.8.95.<br /><b class="num">2</b> fig. [[que no tiene cohesión]], [[incoherente]] del estilo, D.H.l.c.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀξυγκρότητος]], -ον ([[αντί]] [[ἀσυγκρότητος]]) (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν συγκολλήθηκε με [[σφυρί]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους<br /><b>3.</b> (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυγκροτώ</i> ([[αντί]] [[συγκροτώ]]) <span style="color: red;"><</span> <i>ξυν</i> <span style="color: red;">+</span> [[κροτώ]]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξυγκρότητος Medium diacritics: ἀξυγκρότητος Low diacritics: αξυγκρότητος Capitals: ΑΞΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: axynkrótētos Transliteration B: axynkrotētos Transliteration C: aksygkrotitos Beta Code: a)cugkro/thtos

English (LSJ)

ον, for ἀσυγκ-,

   A not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.

French (Bailly abrégé)

anc. att. p. ἀσυγκρότητος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): ἀσυγ- D.H.Dem.19
1 no ensamblado fig. de los remeros que no están entrenados para remar al unísono Th.8.95.
2 fig. que no tiene cohesión, incoherente del estilo, D.H.l.c.

Greek Monolingual

ἀξυγκρότητος, -ον (αντί ἀσυγκρότητος) (Α)
1. αυτός που δεν συγκολλήθηκε με σφυρί
2. μτφ. (για κωπηλάτη) αυτός που δεν εξασκήθηκε να κωπηλατεί ταυτόχρονα με τους άλλους
3. (για ύφος) χαλαρό, πλαδαρό, όχι πυκνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ξυγκροτώ (αντί συγκροτώ) < ξυν + κροτώ].