ἀποβλάστημα: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[brote]]de una planta, Thphr.<i>CP</i> 1.20.1<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἀποβλάστημα]] ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo</i> Pl.<i>Smp</i>.208b<br /><b class="num">•</b>en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[brote]]de una planta, Thphr.<i>CP</i> 1.20.1<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἀποβλάστημα]] ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo</i> Pl.<i>Smp</i>.208b<br /><b class="num">•</b>en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀποβλάστημα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> τα αποβλαστήματα ([[κατά]] τη [[θεωρία]] του Δαρβίνου) [[είναι]] αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα<br /><b>2.</b> κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βλαστάρι]], [[βλαστός]]<br /><b>2.</b> [[γόνος]], [[τέκνο]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβλάστημα Medium diacritics: ἀποβλάστημα Low diacritics: αποβλάστημα Capitals: ΑΠΟΒΛΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: apoblástēma Transliteration B: apoblastēma Transliteration C: apovlastima Beta Code: a)pobla/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp.208b.

German (Pape)

[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
brotede una planta, Thphr.CP 1.20.1
fig. τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo Pl.Smp.208b
en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.

Greek Monolingual

το (Α ἀποβλάστημα)
νεοελλ.
1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα
2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες
αρχ.
1. βλαστάρι, βλαστός
2. γόνος, τέκνο.