ἀνοψία: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de víveres]] ἔφερόν τε δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8, ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237e.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[falta de víveres]] ἔφερόν τε δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8, ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237e.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀνοψία]], η (Α) [[όψον]]<br />[[έλλειψη]] ψαριών για [[προσφάγι]].———————— <b>(II)</b><br />η (Α ιων. ἀνοψίη)<br />η [[ανικανότητα]] όρασης, [[τυφλότητα]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοψία Medium diacritics: ἀνοψία Low diacritics: ανοψία Capitals: ΑΝΟΨΙΑ
Transliteration A: anopsía Transliteration B: anopsia Transliteration C: anopsia Beta Code: a)noyi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of fish (ὄψον) to eat with bread, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀ. Antiph.190.8; ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237f.    II Ion. ἀνοψίη, ἡ, = τὸ μὴ βλέπειν, Hsch. (ἀνοψοφίην cod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοψία: ἡ, ἔλλειψις ὄψου, δηλ. ὀψαρίου, καθότιἰχθὺς ἦτο συνηθέστατον προσφάγιον, ἔφερον δεινῶς τὴν ἀνοψίαν πάνυ Ἀντιφ. ἐν «Πλουσίοις» 1.8· ἀποφέρειν τὴν ἀνοψίαν Πλούτ. 2. 237F.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de poissons.
Étymologie: ἄνοψος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de víveres ἔφερόν τε δεινῶς τὴν ἀνοψίαν Antiph.190.8, ἀνοψίαν ὑποφέρειν Plu.2.237e.

Greek Monolingual

(I)
ἀνοψία, η (Α) όψον
έλλειψη ψαριών για προσφάγι.———————— (II)
η (Α ιων. ἀνοψίη)
η ανικανότητα όρασης, τυφλότητα.