ἀπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[jamás hollado]] ὄρος <i>AP</i> 6.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[extraño]], [[anómalo]] Democr.B 131.
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[jamás hollado]] ὄρος <i>AP</i> 6.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[extraño]], [[anómalo]] Democr.B 131.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπάτητος]], -ον) [[πατώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το [[πέλμα]]<br /><b>2.</b> [[απροσπέλαστος]], [[άβατος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για υποδήματα) [[καινούργιος]], [[αχρησιμοποίητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από [[ξένο]] ή εχθρό<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασυνήθιστος]], [[σπάνιος]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάτητος Medium diacritics: ἀπάτητος Low diacritics: απάτητος Capitals: ΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: apátētos Transliteration B: apatētos Transliteration C: apatitos Beta Code: a)pa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A untrodden, AP6.51.    II not trodden down: hence metaph., unusual, Democr.131.

German (Pape)

[Seite 282] 1) unbetreten, ὄρος Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτητος: [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, καινός, «ἀπάτητος ἀρχή: οἷον καινή» Α. Β. 29, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, πατέω².

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 jamás hollado ὄρος AP 6.51.
2 fig. extraño, anómalo Democr.B 131.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπάτητος, -ον) πατώ
1. αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το πέλμα
2. απροσπέλαστος, άβατος
νεοελλ.
1. (για υποδήματα) καινούργιος, αχρησιμοποίητος
2. αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από ξένο ή εχθρό
αρχ.
ασυνήθιστος, σπάνιος.