ἀντεπιβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
(big3_5)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[maquinar a su vez contra]] αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.<i>Epit</i>.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.<i>Protr</i>.20 (p.103.12)<br /><b class="num">•</b>abs. Th.3.12.
|dgtxt=[[maquinar a su vez contra]] αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.<i>Epit</i>.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.<i>Protr</i>.20 (p.103.12)<br /><b class="num">•</b>abs. Th.3.12.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντεπιβουλεύω]] (Α)<br />[[κάνω]] σχέδια [[εναντίον]] κάποιου που κάνει το ίδιο [[εναντίον]] μου.
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιβουλεύω Medium diacritics: ἀντεπιβουλεύω Low diacritics: αντεπιβουλεύω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: antepibouleúō Transliteration B: antepibouleuō Transliteration C: antepivouleyo Beta Code: a)ntepibouleu/w

English (LSJ)

   A form counter-designs, Th.1.33,3.12, etc.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen nachstellen, Thuc. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιβουλεύω: σχεδιάζω ἐπιβουλὰς ἐναντίον τῶν ἐπιβουλῶν ἑτέρου, μετά δοτ., προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν Θουκ. 1. 33., 3. 12, κτλ.

French (Bailly abrégé)

tendre une embuscade à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιβουλεύω.

Spanish (DGE)

maquinar a su vez contra αὐτοῖς Th.1.33, τῷ Φαβίῳ D.C.Epit.9.8.2, ἀλλήλοις Iambl.Protr.20 (p.103.12)
abs. Th.3.12.

Greek Monolingual

ἀντεπιβουλεύω (Α)
κάνω σχέδια εναντίον κάποιου που κάνει το ίδιο εναντίον μου.