ἄποιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[inerte]] ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.<i>Inst</i>.80, cf. <i>in Ti</i>.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin cualidad o accidente]] τὰ ... στοιχεῖα <i>Placit</i>.1.15.8, ὕλη Zeno <i>Stoic</i>.1.24, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.111, Plu.2.369a, Porph.<i>Sent</i>.21, Origenes <i>Or</i>.27.8, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.<i>in GC</i> 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes <i>Io</i>.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.<i>Leg</i>.10.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. Porph.<i>Abst</i>.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.<br /><b class="num">2</b> [[sin gusto]], [[sin sabor]] [[γεῦσις]] Aret.<i>SA</i> 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, [[ἔλαιον]] Aret.<i>CA</i> 1.10.7, [[βοτάνη]] Orib.<i>Ec</i>.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch.
|dgtxt=-ον<br />[[inerte]] ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.<i>Inst</i>.80, cf. <i>in Ti</i>.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.<br />-ον<br /><b class="num">1</b> [[sin cualidad o accidente]] τὰ ... στοιχεῖα <i>Placit</i>.1.15.8, ὕλη Zeno <i>Stoic</i>.1.24, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.111, Plu.2.369a, Porph.<i>Sent</i>.21, Origenes <i>Or</i>.27.8, Clem.Al.<i>Strom</i>.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.<i>in GC</i> 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes <i>Io</i>.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.<i>Leg</i>.10.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἄ. Porph.<i>Abst</i>.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.<br /><b class="num">2</b> [[sin gusto]], [[sin sabor]] [[γεῦσις]] Aret.<i>SA</i> 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, [[ἔλαιον]] Aret.<i>CA</i> 1.10.7, [[βοτάνη]] Orib.<i>Ec</i>.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἄποιος]], -ον (Α) [[ποιός]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ποιότητα]], [[ιδιότητα]] («ἄποια στοιχεῑα», «[[ἄποιος]] γεῡσις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἄποιον [[ὕδωρ]]» — καθαρό [[νερό]].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποιος Medium diacritics: ἄποιος Low diacritics: άποιος Capitals: ΑΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ápoios Transliteration B: apoios Transliteration C: apoios Beta Code: a)/poios

English (LSJ)

ον, (ποιός)

   A without quality or attribute, στοιχεῖα Placit.1.15.8; ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111; ποιότης Plot.1.8.10; γεῦσις Aret.SA2.7; τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30; ἄποιον ὕδωρ pure water, Ath.1.33c (Sup.); ἄποιος βοτάνη Orib.Fr.52; ἄποιος διαβήτης diabetes insipidus.   II (ποιεῖν) inert, ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον (v.l. ἀδύνατον) τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. eund. in Ti.3.337 D.

German (Pape)

[Seite 304] ohne Qualität, ohne Eigenschaft, ὕλη, Materie, Plut. adv. St. 39. Dah. ὕδωρ άποιότατον, reines, farb- u. geschmackloses Wasser, Ath. I, 33 b. Auch vom Geschmack, γεῦσις, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἄποιος: -ον, (ποιὸς) ἄνευ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· γεῦσις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον ὕδωρ, καθαρὸν ὕδωρ, Ἀθήν. 33C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans qualité, sans propriété.
Étymologie: ἀ, ποῖος.

Spanish (DGE)

-ον
inerte ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. in Ti.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.
-ον
1 sin cualidad o accidente τὰ ... στοιχεῖα Placit.1.15.8, ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111, Plu.2.369a, Porph.Sent.21, Origenes Or.27.8, Clem.Al.Strom.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.in GC 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes Io.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.Leg.10.3
subst. τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.
2 sin gusto, sin sabor γεῦσις Aret.SA 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, ἔλαιον Aret.CA 1.10.7, βοτάνη Orib.Ec.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch.

Greek Monolingual

ἄποιος, -ον (Α) ποιός
1. αυτός που δεν έχει ποιότητα, ιδιότητα («ἄποια στοιχεῑα», «ἄποιος γεῡσις»)
2. φρ. «ἄποιον ὕδωρ» — καθαρό νερό.