βλωθρός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(big3_9) |
(7) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ά, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. fem. -ή <i>Il</i>.13.390; hiperjón. [[γλωθρός]] Hes.<i>Fr</i>.204.124<br />[[alargado]], [[alto]] esp. de árboles πίτυς <i>Il</i>.l.c., Q.S.8.204, ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ... χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα Hes.l.c., cf. <i>Od</i>.24.234, A.R.4.1476, <i>AP</i> 9.233 (Eryc.), ποίη Arat.1089.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *μλωθρός y rel. c. μέλαθρον según algunos autores c. una solución un tanto anómala de la r. | |dgtxt=-ά, -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ép. fem. -ή <i>Il</i>.13.390; hiperjón. [[γλωθρός]] Hes.<i>Fr</i>.204.124<br />[[alargado]], [[alto]] esp. de árboles πίτυς <i>Il</i>.l.c., Q.S.8.204, ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ... χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα Hes.l.c., cf. <i>Od</i>.24.234, A.R.4.1476, <i>AP</i> 9.233 (Eryc.), ποίη Arat.1089.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *μλωθρός y rel. c. μέλαθρον según algunos autores c. una solución un tanto anómala de la r. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βλωθρός]], -ά, -όν (Α)<br />(για δέντρα) [[ψηλός]], [[μεγαλόπρεπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. [[βλωθρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>μλωθρός</i> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>mel</i><i>ō</i><i>dh</i>- «ύψωμα, [[κεφάλι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ <i>m</i><i>ū</i><i>rdhάn</i>- «[[κεφάλι]], [[κορυφή]]», αγγλοσαξ. <i>molda</i> «[[κορυφή]] του κεφαλιού»). Η υποτεθείσα [[σχέση]] με το [[βλώσκω]] δεν έχει ισχυρή [[βάση]] από σημασιολογικής πλευράς]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A tall, πίτυς β. Il.13.390; β. ὄγχνη Od.24.234, cf. A.R.4.1476, Q.S.8.204; βλωθρῇ ἐπὶ ποίῃ Arat.1089. (Perh. cf. Skt. mūrdhā´ 'head', OE. molda 'head'.)
German (Pape)
[Seite 450] (βλώσκω?), hochaufschießend, hoch, von Bäumen, Hom. dreimal, πίτυς Iliad. 13, 390. 16, 483, ὄγχνη Odyss. 24, 234; – πίτυς Ep. ad. 384 (IX, 131); κότινος Eryc. 9 (IX, 233); πλάτανος 14 (VII, 174); a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
βλωθρός: -ά, -όν, (βλώσκω) ὑψηλός, μεγαλοπρεπής, ἠὲ πίτυς βλωθρὴ Ἰλ. Ν. 390· στὰς ἄρ' ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην Ὀδ. Ω. 234.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui pousse haut ou dru.
Étymologie: R. Βλαθ, germer, pousser ; cf. βλαστάνω.
English (Autenrieth)
tall, of trees.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
• Alolema(s): ép. fem. -ή Il.13.390; hiperjón. γλωθρός Hes.Fr.204.124
alargado, alto esp. de árboles πίτυς Il.l.c., Q.S.8.204, ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ... χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα Hes.l.c., cf. Od.24.234, A.R.4.1476, AP 9.233 (Eryc.), ποίη Arat.1089.
• Etimología: De *μλωθρός y rel. c. μέλαθρον según algunos autores c. una solución un tanto anómala de la r.
Greek Monolingual
βλωθρός, -ά, -όν (Α)
(για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) melōdh- «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn- «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του κεφαλιού»). Η υποτεθείσα σχέση με το βλώσκω δεν έχει ισχυρή βάση από σημασιολογικής πλευράς].