βαλανειόμφαλος: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(big3_8) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλανόμφαλος]] Hsch.<br />[[con una protuberancia en el medio]] δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54. | |dgtxt=(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλανόμφαλος]] Hsch.<br />[[con una protuberancia en el medio]] δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βαλανειόμφαλος]], -ον (Α)<br />(για [[φιάλη]]) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε [[σχήμα]] πώματος μπανιέρας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαλανείον]] «[[λουτρό]]» <span style="color: red;">+</span> [[ομφαλός]] «[[πώμα]] με το οποίο κλεινόταν ο [[εξαγωγός]] βαλανείου»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a boss like the valve of a bath, φιάλη β. a cup with a round bottom, Cratin. 50.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνειόμφαλος: -ον, φιάλη βαλ., ἔχουσα κυρτὸν τὸν πυθμένα, ὀμφαλωτή, Κρατῖν. Δραπ. 9, ἔνθα καὶ Meineke· «Καλεῖται δ’ οὕτως ὅτι τῶν φιαλῶν οἱ ὀμφαλοὶ καὶ τῶν βαλανείων οἱ θόλοι παρόμοιοι» Ἀθήν. 11, 501· πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ.
Spanish (DGE)
(βᾰλᾰνειόμφᾰλος) -ον
• Alolema(s): βαλανόμφαλος Hsch.
con una protuberancia en el medio δέχεσθε φιάλας τάσδε βαλανειομφάλους Cratin.54.
Greek Monolingual
βαλανειόμφαλος, -ον (Α)
(για φιάλη) με κυρτό, ομφαλωτό πυθμένα (σε σχήμα πώματος μπανιέρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαλανείον «λουτρό» + ομφαλός «πώμα με το οποίο κλεινόταν ο εξαγωγός βαλανείου»].