ἀόργητος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indiferente]], [[que no se apasiona por nada]] ὁ δ' ἐλλείπων ἀόργητός τις Arist.<i>EN</i> 1108<sup>a</sup>8.<br /><b class="num">2</b> [[que no se enfurece]], [[no irascible]] τις ὢν [[ἀόργητος]] Phld.<i>Ir</i>.71, [[ἀνήρ]] Luc.<i>Herm</i>.12, del sabio estoico, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.110, de Dios, 1<i>Ep.Clem</i>.19.3, cf. Luc.<i>Pisc</i>.34, <i>Ep.Diog</i>.8.8, Aret.<i>CD</i> 1.4.11.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ. [[mansedumbre]] τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ Plu.2.10b, cf. M.Ant.1.1, Arr.<i>Epict</i>.3.20.9.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin enfurecerse]], [[mansamente]] ἀπολογηθῆναι ... ἀ. Arr.<i>Epict</i>.3.18.6, ἀ. ἀκούοντας Hierocl.<i>in CA</i> 12.5, cf. Luc.<i>Demon</i>.51. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indiferente]], [[que no se apasiona por nada]] ὁ δ' ἐλλείπων ἀόργητός τις Arist.<i>EN</i> 1108<sup>a</sup>8.<br /><b class="num">2</b> [[que no se enfurece]], [[no irascible]] τις ὢν [[ἀόργητος]] Phld.<i>Ir</i>.71, [[ἀνήρ]] Luc.<i>Herm</i>.12, del sabio estoico, Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.110, de Dios, 1<i>Ep.Clem</i>.19.3, cf. Luc.<i>Pisc</i>.34, <i>Ep.Diog</i>.8.8, Aret.<i>CD</i> 1.4.11.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἀ. [[mansedumbre]] τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ Plu.2.10b, cf. M.Ant.1.1, Arr.<i>Epict</i>.3.20.9.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin enfurecerse]], [[mansamente]] ἀπολογηθῆναι ... ἀ. Arr.<i>Epict</i>.3.18.6, ἀ. ἀκούοντας Hierocl.<i>in CA</i> 12.5, cf. Luc.<i>Demon</i>.51. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀόργητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[οργή]], που δεν μπορεί να οργιστεί<br /><b>2.</b> όποιος συγκρατεί την [[οργή]] του, [[ψύχραιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i>, [[εκτεταμένος]] τ. του -<i>οργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]]), [[κατά]] το [[άνοος]] -[[ανόητος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσόργητος]] <b>κ.λπ.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not irascible, Arist.EN1108a8:—in good sense, Phld.Ir.p.71 W., Plu.2.10c, Luc.Herm.12, Aret.CD1.4, etc. Adv. -τως Phld. Lib.p.7 O., Arr.Epict.3.18.6, Hierocl. in CA12p.447M.
German (Pape)
[Seite 272] der nicht in Zorn geräth, Ggstz von ὀργίλος, Arist. Eth. Nic. 2, 7 Luc. Pisc. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀόργητος: -ον, ὁ μὴ ὀργιζόμενος, ὁ μὴ ἔχων ὀργήν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 10: ― Ἐπὶ καλῆς σημασ., Πλούτ. 2. 10Β, κτλ. ― Ἐπίρρ. -της Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 18, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 indifférent;
2 doux, calme.
Étymologie: ἀ, ὀργάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indiferente, que no se apasiona por nada ὁ δ' ἐλλείπων ἀόργητός τις Arist.EN 1108a8.
2 que no se enfurece, no irascible τις ὢν ἀόργητος Phld.Ir.71, ἀνήρ Luc.Herm.12, del sabio estoico, Chrysipp.Stoic.3.110, de Dios, 1Ep.Clem.19.3, cf. Luc.Pisc.34, Ep.Diog.8.8, Aret.CD 1.4.11.
II subst. τὸ ἀ. mansedumbre τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ Plu.2.10b, cf. M.Ant.1.1, Arr.Epict.3.20.9.
III adv. -ως sin enfurecerse, mansamente ἀπολογηθῆναι ... ἀ. Arr.Epict.3.18.6, ἀ. ἀκούοντας Hierocl.in CA 12.5, cf. Luc.Demon.51.
Greek Monolingual
ἀόργητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί
2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -οργητος, εκτεταμένος τ. του -οργος (< οργή), κατά το άνοος -ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)].