ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions
(big3_5) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[inconsolado]] ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.<i>Dem</i>.22.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene consuelo]], [[que no admite paliativos]], [[desolador]] θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.<i>AI</i> 7.118, [[αἰσχύνη]] Basil.M.31.1400D.<br /><b class="num">2</b> [[inexorable]], [[inapelable]] τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.<i>Decent</i>.4.<br /><b class="num">III</b> [[que no hace caso]], [[indócil]], [[ingobernable]] Ἔρως Men.<i>Fr</i>.569, Plu.<i>Ant</i>.6, cf. <i>Mar</i>.2.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ως [[inconsolablemente]] Nil.M.79.196B. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[inconsolado]] ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.<i>Dem</i>.22.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no tiene consuelo]], [[que no admite paliativos]], [[desolador]] θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.<i>AI</i> 7.118, [[αἰσχύνη]] Basil.M.31.1400D.<br /><b class="num">2</b> [[inexorable]], [[inapelable]] τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.<i>Decent</i>.4.<br /><b class="num">III</b> [[que no hace caso]], [[indócil]], [[ingobernable]] Ἔρως Men.<i>Fr</i>.569, Plu.<i>Ant</i>.6, cf. <i>Mar</i>.2.<br /><b class="num">IV</b> adv. -ως [[inconsolablemente]] Nil.M.79.196B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπαρηγόρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασυγκράτητος]], [[αχόρταγος]]<br /><b>2.</b> [[αχαλιναγώγητος]], [[ανυπότακτος]]<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]] («[[ἀπαρηγόρητος]] ἀνθρώποις [[ἔρως]]», Μέν.) | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1. II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. -τως inflexibly, Ph.2.196.
German (Pape)
[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 que l’on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παρηγορέω.
Spanish (DGE)
-ον
I inconsolado ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.Dem.22.
II 1que no tiene consuelo, que no admite paliativos, desolador θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.AI 7.118, αἰσχύνη Basil.M.31.1400D.
2 inexorable, inapelable τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.Decent.4.
III que no hace caso, indócil, ingobernable Ἔρως Men.Fr.569, Plu.Ant.6, cf. Mar.2.
IV adv. -ως inconsolablemente Nil.M.79.196B.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)