ἀντιστάτης: Difference between revisions
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[oponente]], [[adversario]] εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.<i>Th</i>.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[viga vertical]] en una máquina de torsión, Hero <i>Bel</i>.91.9. | |dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[oponente]], [[adversario]] εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.<i>Th</i>.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[viga vertical]] en una máquina de torsión, Hero <i>Bel</i>.91.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἀντιστάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δοκάρι]] που τοποθετείται [[λοξά]] για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο [[δοκάρι]] του ξύλινου σκελετού της στέγης<br /><b>μσν.</b><br />[[δαίμονας]], [[σατανάς]]<br />(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, [[επαναστάτης]], [[αντάρτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />ξύλινο [[στήριγμα]], [[αντηρίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A opponent, adversary, A.Th.518, Plu.2.1084b. II vertical beam in plinth of torsion-engine, Hero Bel.91.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, ἐχθρός, Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. ὑποστήριγμα, Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
adversaire.
Étymologie: ἀνθίστημι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 oponente, adversario εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.Th.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.
Greek Monolingual
ο (AM ἀντιστάτης)
νεοελλ.
δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης
μσν.
δαίμονας, σατανάς
(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης
αρχ.
ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα.