δάνος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(Bailly1_1)
(8)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>εος (τό) :<br />don, présent.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[δίδωμι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br /><i>mot macéd</i>. = [[θάνατος]].
|btext=<span class="bld">1</span>εος (τό) :<br />don, présent.<br />'''Étymologie:''' DELG pê [[δίδωμι]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br /><i>mot macéd</i>. = [[θάνατος]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[δάνος]], ο (Α)<br />ο [[θάνατος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου για τον θάνατο].———————— <b>(II)</b><br />το (AM [[δάνος]])<br />το [[δάνειο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δάνος]] πιθ. αποτελεί ονοματικό σχηματισμό από θ. <i>δα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>d∂</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίδωμι]]) <span style="color: red;">+</span> <b>επίθ.</b> -<i>νος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άφενος]] «πλούτη», [[κτήνος]]). Κατ' άλλους, ο τ. [[δάνος]] συνδέεται με το [[δατέομαι]].
}}
}}

Revision as of 06:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάνος Medium diacritics: δάνος Low diacritics: δάνος Capitals: ΔΑΝΟΣ
Transliteration A: dános Transliteration B: danos Transliteration C: danos Beta Code: da/nos

English (LSJ)

(A), [ᾰ], εος, τό,

   A gift, present, Euph.42.    II loan, debt, Call. Epigr.48, PMasp.126.11 (vi A.D.): metaph., ὁ χρόνος ἐστὶ δ. Lyr.Alex. Adesp. 37.27; πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν . . αὖτ' ἀπέδωκα IG14.2000.
δάνος (B), [ᾰ], ὁ, Maced. for θάνατος, Plu.2.22c.

German (Pape)

[Seite 522] τό, die Gabe, Euphor. fr. 90 bei E. M.; gew. ausgeliehenes Geld, Wucher, Zins, Callim. ep. 51 u. a. Sp. – Aber ὁ δ., macedon, der Tod, Plut. de aud. poet. 5 A.

Greek (Liddell-Scott)

δάνος: [ᾰ], εος, τό, δῶρον, δόμα, Εὐφορ. Ἀποσπ. 89· πνεῦμα λαβὼν δ. οὐρανόθεν Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6287. ΙΙ. κοινῶς = χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, χρέος, ὀφειλή, Καλλ. Ἐπ. 50, Ἀνθ. Π. παραρτ. 252. (Ἴδε ἐν λ. δίδωμι· πρβλ. τὸ παλαιὸν Λατ. dano, = dono, do.)

French (Bailly abrégé)

1εος (τό) :
don, présent.
Étymologie: DELG pê δίδωμι.
2ου (ὁ) :
mot macéd. = θάνατος.

Greek Monolingual

(I)
δάνος, ο (Α)
ο θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της αρχαίας μακεδονικής διαλέκτου για τον θάνατο].———————— (II)
το (AM δάνος)
το δάνειο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δάνος πιθ. αποτελεί ονοματικό σχηματισμό από θ. δα- < d∂- (πρβλ. δίδωμι) + επίθ. -νος (πρβλ. άφενος «πλούτη», κτήνος). Κατ' άλλους, ο τ. δάνος συνδέεται με το δατέομαι.