δημωφελής: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[útil a la sociedad]], [[al pueblo]] de los gramáticos, Phld.<i>Rh</i>.2.92, ἡγεμών Plu.<i>Sull</i>.30, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[de utilidad pública]], [[de interés general]] χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέα Democr.B 282, οἱ λόγοι Pl.<i>Phdr</i>.227d, δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματα Plu.2.784d, τὸ σύγγραμμα Str.1.1.22, ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' [[αὐτοῦ]] πραχθέν D.C.72.7.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[el bien común]] Hdn.2.3.8, sup. ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου Ph.2.177<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. δημωφελέστατα [[de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública]] φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκεν D.C.56.37.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera provechosa para el pueblo]] en inscr. honoríf. ζήσαντα καλῶς καὶ δ. <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.39.36 (Olbia II d.C.), cf. <i>SEG</i> 35.1407 (Pisidia II/III d.C.), στρατηγήσαντα τῆς πόλεως δ. <i>Laodicée</i> p.265.4 (I d.C.), πρυτανεύσαντα δ. <i>JRCil</i>.152 (Jotapa), cf. <i>CIG</i> 4415b.4 (Jotapa), <i>MAMA</i> 7.11.6 (Laodicea Combusta).
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[útil a la sociedad]], [[al pueblo]] de los gramáticos, Phld.<i>Rh</i>.2.92, ἡγεμών Plu.<i>Sull</i>.30, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> de cosas y abstr. [[de utilidad pública]], [[de interés general]] χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέα Democr.B 282, οἱ λόγοι Pl.<i>Phdr</i>.227d, δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματα Plu.2.784d, τὸ σύγγραμμα Str.1.1.22, ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' [[αὐτοῦ]] πραχθέν D.C.72.7.4<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ δ. [[el bien común]] Hdn.2.3.8, sup. ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου Ph.2.177<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv. δημωφελέστατα [[de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública]] φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκεν D.C.56.37.2.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de manera provechosa para el pueblo]] en inscr. honoríf. ζήσαντα καλῶς καὶ δ. <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.39.36 (Olbia II d.C.), cf. <i>SEG</i> 35.1407 (Pisidia II/III d.C.), στρατηγήσαντα τῆς πόλεως δ. <i>Laodicée</i> p.265.4 (I d.C.), πρυτανεύσαντα δ. <i>JRCil</i>.152 (Jotapa), cf. <i>CIG</i> 4415b.4 (Jotapa), <i>MAMA</i> 7.11.6 (Laodicea Combusta).
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δημωφελής]], -ές)<br />αυτός που [[είναι]] [[ωφέλιμος]] στον λαό, ο [[εθνωφελής]], ο [[κοινωφελής]] («δημωφελή έργα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, [[φιλάνθρωπος]], [[φιλόλαος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δημωφελές</i><br />το κοινό καλό, το [[δημόσιο]] [[συμφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωφελής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>όφελος</i> (το) (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ανωφελής]], [[κοινωφελής]], [[οικωφελής]])].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημωφελής Medium diacritics: δημωφελής Low diacritics: δημωφελής Capitals: ΔΗΜΩΦΕΛΗΣ
Transliteration A: dēmōphelḗs Transliteration B: dēmōphelēs Transliteration C: dimofelis Beta Code: dhmwfelh/s

English (LSJ)

ές,

   A of public use, λόγοι Pl.Phdr.227d; πολιτεύματα Plu.2.784d; δ. τι πραχθέν D.C.72.7, cf. Luc.Bis Acc.11; τὸ δ. the common good, Hdn. 2.3.8: Sup. τὸ -έστατον Ph.2.177.    2 of persons, Democr.282, Phld.Rh.2.02 S.; ἡγεμών Plu.Sull.30.    3 Adv. -λῶς CIG4415b (Iotapata), IPE12.39.36 (Olbia), IGRom.4.860 (Laodicea ad Lycum): Sup. -έστατα D.C.56.37.

German (Pape)

[Seite 565] ές, dem Volke nützlich; gemeinnützig; λόγοι, Plat. Phaedr. 227 e; – ἡγεμών, Plut. Sull. 30; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δημωφελής: -ές, ὁ πρὸς δημοσίαν χρῆσιν καὶ ὠφέλειαν, λόγοι Πλάτ. Φαίδρ. 227Ε· ἡγεμὼν Πλούτ. Σύλλ. 30· τὸ δ., τὸ κοινὸν καλόν, τὸ κοινὸν συμφέρον, Ἡρῳδιαν. 2. 3.‒ Ἐπίρρ. -λῶς Συλλ. Ἐπιγρ. 4415b.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
utile au peuple.
Étymologie: δῆμος, ὄφελος.

Spanish (DGE)

-ές

• Morfología: [ac. sg. no contr. δημωφελέα Democr.B 282]
I 1de pers. útil a la sociedad, al pueblo de los gramáticos, Phld.Rh.2.92, ἡγεμών Plu.Sull.30, cf. Hsch.
2 de cosas y abstr. de utilidad pública, de interés general χρημάτων χρῆσις ξὺν νόῳ μὲν χρήσιμον εἰς τὸ ἐλευθέριον εἶναι καὶ δημωφελέα Democr.B 282, οἱ λόγοι Pl.Phdr.227d, δημωφελέστερα γενέσθαι πολιτεύματα Plu.2.784d, τὸ σύγγραμμα Str.1.1.22, ἔστι δέ τι καὶ δημωφελὲς ὑπ' αὐτοῦ πραχθέν D.C.72.7.4
subst. τὸ δ. el bien común Hdn.2.3.8, sup. ἐπὶ συγχύσει τοῦ κρατίστου καὶ δημωφελεστάτου Ph.2.177
neutr. plu. sup. como adv. δημωφελέστατα de forma que se obtuviese la mayor utilidad pública φρονιμώτατα καὶ δημωφελέστατα αὐτοὺς διέθηκεν D.C.56.37.2.
II adv. -ῶς de manera provechosa para el pueblo en inscr. honoríf. ζήσαντα καλῶς καὶ δ. IPE 12.39.36 (Olbia II d.C.), cf. SEG 35.1407 (Pisidia II/III d.C.), στρατηγήσαντα τῆς πόλεως δ. Laodicée p.265.4 (I d.C.), πρυτανεύσαντα δ. JRCil.152 (Jotapa), cf. CIG 4415b.4 (Jotapa), MAMA 7.11.6 (Laodicea Combusta).

Greek Monolingual

-ές (AM δημωφελής, -ές)
αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα»)
αρχ.
1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος
2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελές
το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ωφελής < όφελος (το) (πρβλ. και ανωφελής, κοινωφελής, οικωφελής)].