ἑβδομαγέτης: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(Bailly1_2)
(10)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qu’on honore le 7ᵉ jour du mois (<i>Apollon, né le 7 Bysios=Anthestérion, et honoré le 7 de chaque mois à Athènes</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἕβδομος]], [[ἡγέομαι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qu’on honore le 7ᵉ jour du mois (<i>Apollon, né le 7 Bysios=Anthestérion, et honoré le 7 de chaque mois à Athènes</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἕβδομος]], [[ἡγέομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑβδομαγέτης]], ο (Α)<br />(επίθ. του Απόλλωνος)<br /><b>1.</b> αυτός που για [[χάρη]] του κάνουν θυσίες την έβδομη [[ημέρα]] [[κάθε]] [[μήνα]]<br /><b>2.</b> αυτός που στη [[γιορτή]] του [[επτά]] αγόρια και [[επτά]] κορίτσια προπορεύονται της πομπής.
}}
}}

Revision as of 06:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑβδομᾱγέτης Medium diacritics: ἑβδομαγέτης Low diacritics: εβδομαγέτης Capitals: ΕΒΔΟΜΑΓΕΤΗΣ
Transliteration A: hebdomagétēs Transliteration B: hebdomagetēs Transliteration C: evdomagetis Beta Code: e(bdomage/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἡγέομαι) epith. of Apollo, to whom the Spartans

   A offered sacrifices on the seventh of every month, A.Th.800, cf. Hdt.6.57.

German (Pape)

[Seite 699] ὁ, Beiname des Apollo, weil ihm am 7. Tage jedes Monats geopfert ward, od., nach Lob. Aglaoph. p. 434, weil bei seinen Festen 7 Knaben u. 7 Mädchen den Festzug aufführten; Her. 6, 57; vgl. Aesch. Spt. 804. Die Alten stimmen in der Erkl. des Namens nicht überein.

Greek (Liddell-Scott)

ἑβδομᾱγέτης: -ου, ὁ, (πρβλ. Μουσαγέτης) ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, εἰς ὃν οἱ Σπαρτιάται προσέφερον θυσίας κατὰ τὴν ἑβδόμην ἑκάστου μηνός, Αἰσχύλ. Θήβ. 800, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 57· - ὅρα ὡσαύτως Spanh. Καλλ. εἰς Δῆλ. 251, Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 434.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qu’on honore le 7ᵉ jour du mois (Apollon, né le 7 Bysios=Anthestérion, et honoré le 7 de chaque mois à Athènes).
Étymologie: ἕβδομος, ἡγέομαι.

Greek Monolingual

ἑβδομαγέτης, ο (Α)
(επίθ. του Απόλλωνος)
1. αυτός που για χάρη του κάνουν θυσίες την έβδομη ημέρα κάθε μήνα
2. αυτός που στη γιορτή του επτά αγόρια και επτά κορίτσια προπορεύονται της πομπής.