εξυπνώ: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(12) |
(No difference)
|
Revision as of 06:30, 29 September 2017
Greek Monolingual
(I)
και ξυπνώ, -άω (Μ ἐξυπνῶ, -άω και -έω)
1. σηκώνω κάποιον απ' τον ύπνο, αφυπνίζω
2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι
3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα
4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι
νεοελλ.
φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» — δεν έχει καταλάβει την πραγματικότητα ή είναι εντελώς απονήρευτος.———————— (II)
ἐξυπνῶ, -όω (Α)
1. σηκώνω από τον ύπνο
2. συνέρχομαι από ανόητη απασχόληση («οὐκ ἐξυπνώσεις ἀπὸ τῆς φλυάρου φιλοσοφίας ὑμῶν;», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + υπνώ «κοιμίζω»].