ἐπικόλπιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κόλπος]].
|btext=ος, ον :<br />qui est à la mamelle.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κόλπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπικόλπιος]], -ον (AM)<br />αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο [[στήθος]] («ἂν δὲ χρυσοῡ τις ἔφερεν ὁλκὴν ἐπικολπίαν», Κ. Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικόλπιος Medium diacritics: ἐπικόλπιος Low diacritics: επικόλπιος Capitals: ΕΠΙΚΟΛΠΙΟΣ
Transliteration A: epikólpios Transliteration B: epikolpios Transliteration C: epikolpios Beta Code: e)piko/lpios

English (LSJ)

ον,

   A in or on the bosom, Ael.NA2.50, Nonn.D.8.78 codd.

German (Pape)

[Seite 951] in, auf dem Schooße; Ael. H. A. 2, 50; Nonn. D. 8, 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικόλπιος: -ον, ὁ ἐν τῷ κόλπῳ ἢ ἐπὶ τοῦ κόλπου (στήθους), Αἰλ. π. Ζ. 2. 50, Νόνν. Δ. 8. 78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est à la mamelle.
Étymologie: ἐπί, κόλπος.

Greek Monolingual

ἐπικόλπιος, -ον (AM)
αυτός που βρίσκεται στον κόρφο, στο στήθος («ἂν δὲ χρυσοῡ τις ἔφερεν ὁλκὴν ἐπικολπίαν», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κόλπος + -ιος].