ἐνθυμιστός: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[inquieto]], [[intranquilo]] ante la sospecha o el temor de haber cometido un acto sacrílego φασι ... τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον ... Hdt.2.175 (cód.), cf. ἐνθυμιστόν· ὕποπτον Phot.ε 952.<br /><b class="num">2</b> neutr. subst. τὸ ἐ. [[sentimiento de remordimiento, temor o escrúpulo religioso]] motivado por un estado de impureza εἰ δὲ μή, ἐνθυμιστὸν αὐτῷ ἔστω <i>Thasos</i> 141.5 (IV a.C.), τῷ δὲ μὴ ἀπαρξαμένῳ καθότι προγέγραπται ἐνθυμιστὸν εἶναι <i>Sokolowski</i> 2.72A.5 (Tasos I a.C.). | |dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[inquieto]], [[intranquilo]] ante la sospecha o el temor de haber cometido un acto sacrílego φασι ... τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον ... Hdt.2.175 (cód.), cf. ἐνθυμιστόν· ὕποπτον Phot.ε 952.<br /><b class="num">2</b> neutr. subst. τὸ ἐ. [[sentimiento de remordimiento, temor o escrúpulo religioso]] motivado por un estado de impureza εἰ δὲ μή, ἐνθυμιστὸν αὐτῷ ἔστω <i>Thasos</i> 141.5 (IV a.C.), τῷ δὲ μὴ ἀπαρξαμένῳ καθότι προγέγραπται ἐνθυμιστὸν εἶναι <i>Sokolowski</i> 2.72A.5 (Tasos I a.C.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐνθυμιστός]], -ή, -όν (Α) [[ενθυμίζω]]<br />ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως [[βάρος]], ως [[τύψη]] στην [[ψυχή]], που τον παίρνει [[κανείς]] [[κατάκαρδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A taken to heart, ἐ. ποιεῖσθαι make a scruple of a thing, Hdt.2.175 (nisi leg. -ητόν).
German (Pape)
[Seite 843] dasselbe, ἐνθυμιστόν τι ποιεῖσθαι, Etwas zur Gewissenssache machen, Her. 2, 175.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθῡμιστός: -ή, -όν, τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον, ὁ δὲ Ἄμασις αἰσθανθεὶς τοῦτο κατάκαρδα ἢ θεωρήσας αὐτὸ ὡς κακὸν οἰωνόν, τὸ ὅτι δηλ. ἐστέναξεν ὁ ἀρχιτέκτων, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. ἐνθύμιον ποιεῖσθαι ἐν λέξει: ἐνθύμιος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἐνθύμιος.
Spanish (DGE)
-όν
1 inquieto, intranquilo ante la sospecha o el temor de haber cometido un acto sacrílego φασι ... τὸν δὲ Ἄμασιν ἐνθυμιστὸν ποιησάμενον ... Hdt.2.175 (cód.), cf. ἐνθυμιστόν· ὕποπτον Phot.ε 952.
2 neutr. subst. τὸ ἐ. sentimiento de remordimiento, temor o escrúpulo religioso motivado por un estado de impureza εἰ δὲ μή, ἐνθυμιστὸν αὐτῷ ἔστω Thasos 141.5 (IV a.C.), τῷ δὲ μὴ ἀπαρξαμένῳ καθότι προγέγραπται ἐνθυμιστὸν εἶναι Sokolowski 2.72A.5 (Tasos I a.C.).
Greek Monolingual
ἐνθυμιστός, -ή, -όν (Α) ενθυμίζω
ενθύμιος, αυτός που βρίσκεται ως βάρος, ως τύψη στην ψυχή, που τον παίρνει κανείς κατάκαρδα.