εὔαρχος: Difference between revisions
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui commence bien, qui débute bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui commence bien, qui débute bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔαρχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κυβερνά καλά<br /><b>2.</b> αυτός που κυβερνάται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που αρχίζει καλά («[[εὔαρχος]] [[λόγος]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> (για τον πρώτο αγοραστή στην [[αγορά]]) αυτός που κάνει καλή [[αρχή]], καλό «σεφτέ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> «[[καλώς]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φύλ</i>-<i>αρχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A governing well, Lvc.233. 2 easily governed, Arist.Oec.1344b14. II beginning well, λόγος Luc.Lex.1; making a good beginning, of one's first customer in the market, AP6.304 (Phan., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1057] gut anfangend, λόγος, Luc. Lexiph. 1; wohl regierend, Lycophr. 233; ἐμπολεύς, der erste Käufer, der das Handgeld giebt, Phani. 7 (VI, 304), nach E. M. so genannt, um eine gute Vorbedeutung zu haben, vgl. Arist. elench. 33.
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρχος: -ον, ὁ καλῶς ἄρχων, ὁ καλῶς κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ καλῶς ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, λόγος Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν ἀρχήν, Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui commence bien, qui débute bien.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.
Greek Monolingual
εὔαρχος, -ον (Α)
1. αυτός που κυβερνά καλά
2. αυτός που κυβερνάται εύκολα
3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.)
4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + -αρχος (< άρχω), πρβλ. φύλ-αρχος].