εὐκατάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκατάγνωστος''': -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.
|lstext='''εὐκατάγνωστος''': -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάγνωστος]], -ον (Α)<br />αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[γιγνώσκω]] «[[καταδικάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>γνωστος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάγνωστος Medium diacritics: εὐκατάγνωστος Low diacritics: ευκατάγνωστος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: eukatágnōstos Transliteration B: eukatagnōstos Transliteration C: efkatagnostos Beta Code: eu)kata/gnwstos

English (LSJ)

ον,

   A blameworthy, Mitteis Chr.31 viii 11 (ii B. C.), EM400.6.

German (Pape)

[Seite 1073] tadelhaft, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάγνωστος: -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.

Greek Monolingual

εὐκατάγνωστος, -ον (Α)
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-γνωστος (< κατα-γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α-κατά-γνωστος].