ἔφηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une tache blanche sur l’œil.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἥλιος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une tache blanche sur l’œil.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἥλιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρφωμένος σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για [[μάτι]]) αυτός που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]]<br />[[επίσης]] για [[πρόσωπο]] που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]] στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν [[ἔφηλος]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔφηλος Medium diacritics: ἔφηλος Low diacritics: έφηλος Capitals: ΕΦΗΛΟΣ
Transliteration A: éphēlos Transliteration B: ephēlos Transliteration C: efilos Beta Code: e)/fhlos

English (LSJ)

ον, (ἧλος)

   A nailed on or to, Suid.    II with a white speck on it, ὸφθαλμός Ael.NA15.18; ὀφθαλμοῖσιν ἔφηλος Call.Fr.anon.106; of persons suffering from the complaint, LXX Le.21.20.

German (Pape)

[Seite 1117] Sommersprossen habend, an der ἔφηλις leidend, Ael. H. A. 15, 18; Medic.; VLL., die es auch "sonnverbrannt" erklären. – Rach Suid. auch = angenagelt.

Greek (Liddell-Scott)

ἔφηλος: -ον, (ἧλος) καρφωμένος ἐπί τινος ἢ εἴς τι, Σουΐδ. ΙΙ. ἔχων λευκὸν στίγμα, ὀφθαλμός Αἰλ. π. Ζ. 15. 18· ὀφθαλμοῖσιν ἔφηλος Ποιητ. ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ. 714. 6, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une tache blanche sur l’œil.
Étymologie: ἐπί, ἥλιος.

Greek Monolingual

ἔφηλος, -ον (Α)
1. καρφωμένος σε κάτι
2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα
επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν)
3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἧλος «καρφί»].