εὐθεσία: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(6_10)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθεσία''': ἡ, καλὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, [[εὐεξία]], Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· - ἐνιαυτὸς εὐθεσίης, «ὁ εὐφορίας [[ἀπεργαστικός]]» [[αὐτόθι]].
|lstext='''εὐθεσία''': ἡ, καλὴ [[κατάστασις]] τοῦ σώματος, [[εὐεξία]], Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· - ἐνιαυτὸς εὐθεσίης, «ὁ εὐφορίας [[ἀπεργαστικός]]» [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐθεσία]], ἡ (Α) [[εύθετος]]<br /><b>1.</b> η καλή [[φυσική]] [[κατάσταση]] του σώματος, η [[ευεξία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐνιαυτὸς εὐθεσίης» — [[χρόνος]] αφθονίας <b>(Ιπποκρ.)</b>.
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθεσία Medium diacritics: εὐθεσία Low diacritics: ευθεσία Capitals: ΕΥΘΕΣΙΑ
Transliteration A: euthesía Transliteration B: euthesia Transliteration C: efthesia Beta Code: eu)qesi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good condition, habit of body, Hp. ap. Gal.19.101; ἐνιαυτὸς εὐθεσίης a year of plenty, ibid.

German (Pape)

[Seite 1068] ἡ, der gute Zustand, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθεσία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, εὐεξία, Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· - ἐνιαυτὸς εὐθεσίης, «ὁ εὐφορίας ἀπεργαστικός» αὐτόθι.

Greek Monolingual

εὐθεσία, ἡ (Α) εύθετος
1. η καλή φυσική κατάσταση του σώματος, η ευεξία
2. φρ. «ἐνιαυτὸς εὐθεσίης» — χρόνος αφθονίας (Ιπποκρ.).