ἐχινώδης: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(6_7) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχῑνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀκανθώδης]], [[ὅμοιος]] ἐχίνῳ (ἀκανθοχοίρῳ), Ἀριστ. π. Θαυμ. 28· [[καθόλου]], [[τραχύς]], Στράβ. 545. | |lstext='''ἐχῑνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀκανθώδης]], [[ὅμοιος]] ἐχίνῳ (ἀκανθοχοίρῳ), Ἀριστ. π. Θαυμ. 28· [[καθόλου]], [[τραχύς]], Στράβ. 545. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[ἐχινώδης]], -ες) [[εχίνος]]<br />αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο [[ακανθώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τον θαλάσσιο βυθό) ο [[γεμάτος]] αχινούς<br /><b>αρχ.</b><br />[[τραχύς]], [[ανώμαλος]], [[αγκαθωτός]] («πᾱσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον [[εἶναι]] γυμνῷ ποδί», <b>Στράβ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A prickly, like a hedgehog, Arist. Mir.832b3, cf. Ar.Byz. Epit.109.9: generally, rugged, Str.12.3.11.
German (Pape)
[Seite 1126] ες, igelartig, stachlig; Arist. Mirab. 27 Strab. XII p. 545.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχῑνώδης: -ες, (εἶδος) ἀκανθώδης, ὅμοιος ἐχίνῳ (ἀκανθοχοίρῳ), Ἀριστ. π. Θαυμ. 28· καθόλου, τραχύς, Στράβ. 545.
Greek Monolingual
-ες (Α ἐχινώδης, -ες) εχίνος
αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδης
νεοελλ.
(για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούς
αρχ.
τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾱσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.).