εὔκλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκλαστος''': -ον, ([[κλάω]]) ὁ εὐχερῶς κλώμενος, [[εὔθραυστος]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 60.
|lstext='''εὔκλαστος''': -ον, ([[κλάω]]) ὁ εὐχερῶς κλώμενος, [[εὔθραυστος]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 60.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔκλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[σπάζει]] εύκολα, ο [[εύθραυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλω</i> «[[σπάζω]], [[κόβω]] σε κομμάτια»)].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκλαστος Medium diacritics: εὔκλαστος Low diacritics: εύκλαστος Capitals: ΕΥΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eúklastos Transliteration B: euklastos Transliteration C: eyklastos Beta Code: eu)/klastos

English (LSJ)

ον, (κλάω)

   A easily broken, Dsc.4.146, Ath.Mech.18.1; gloss on εὐκέατος, Sch.Od.5.60.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht zu zerbrechen, Schol. Od. 5, 60.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκλαστος: -ον, (κλάω) ὁ εὐχερῶς κλώμενος, εὔθραυστος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 60.

Greek Monolingual

εὔκλαστος, -ον (Α)
αυτός που σπάζει εύκολα, ο εύθραυστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλαστός (< κλω «σπάζω, κόβω σε κομμάτια»)].