θεόκτητος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6_18)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόκτητος''': -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.
|lstext='''θεόκτητος''': -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεόκτητος]], -ον (Μ)<br />αυτός τον οποίο αποκτά [[κάποιος]] από θεό ή από θεϊκή [[εύνοια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κτητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτώμαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επί</i>-<i>κτητος</i>, <i>ιδιό</i>-<i>κτητος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκτητος Medium diacritics: θεόκτητος Low diacritics: θεόκτητος Capitals: ΘΕΟΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: theóktētos Transliteration B: theoktētos Transliteration C: theoktitos Beta Code: qeo/kthtos

English (LSJ)

ον,

   A acquired by God, τρίποδες Aristonous 1.9.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott erworben, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκτητος: -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.

Greek Monolingual

θεόκτητος, -ον (Μ)
αυτός τον οποίο αποκτά κάποιος από θεό ή από θεϊκή εύνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κτητος (< κτώμαι), πρβλ. επί-κτητος, ιδιό-κτητος].